στοιχάς — in a row one behind another masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχάδα — στοιχάς in a row one behind another masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχάδας — στοιχάς in a row one behind another masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχάδες — στοιχάς in a row one behind another masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχάδος — στοιχάς in a row one behind another masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχάσιν — στοιχάς in a row one behind another masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχαδίτης — ὁ, Α αυτός που είναι αρωματισμένος με το φυτό στοιχάς* («στοίχαδίτης οἶνος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχάς, άδος + επίθημα ίτης (πρβλ. θαμν ίτης)] … Dictionary of Greek
στοιχαδικός — ή, όν, Α [στοιχάς, άδος] αυτός που είναι παρασκευασμένος ή αρωματισμένος με το φυτό στοιχάς* («στοιχαδικὸν ὄξος», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
Στοιχαδεύς — έως, ὁ, Α προσωνυμία τού Διός στη Σικυώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχάς, άδος + επίθημα εύς (πρβλ. Προμηθ εύς)] … Dictionary of Greek
παγκράτιο(ν) — το (Α παγκράτιον) [παγκρατής] αρχαίο μικτό ελληνικό αγώνισμα το οποίο περιλάμβανε την πάλη και την πυγμαχία αρχ. 1. (με τα ρ. νικῶ, μάχομαι, ἀσκῶ) νικώ στο παγκράτιο, αγωνίζομαι στο παγκράτιο 2. το φυτό θαψία 3. είδος αρωματικού φυτού, η στοιχάς* … Dictionary of Greek